Της Φωτεινής Γιαννακουδάκη: Εκπαιδευτικός ΠΕ07
Πειραματικό Γυμνάσιο Ρεθύμνου
Η ανακοίνωση αυτή έχει ως στόχο την ευαισθητοποίηση των πολιτών, γονέων, εκαιδευτικών, μαθητών, των φορέων, της ελληνικής κοινωνίας σε σχέση με τη διδασκαλία των ξένων γλωσσών στο Γυμνάσιο. Η τελευταία απόφαση του Υπουργείου Παιδείας και Δια Βίου Μάθησης στην ουσία καταστρατηγεί το δικαίωμα επιλογής της δεύτερης ξένης γλώσσας, και θέτει προϋποθέσεις, όπως την ύπαρξη οργανικής θέσης του εκπαιδευτικού και κατά δεύτερο λόγο την πλειοψηφεία των μαθητών που έχουν επιλέξει τη συγκεκριμένη γλώσσα. Συγκεκριμένα θα λέγαμε επιβάλλει τη δεύτερη ξένη γλώσσα, αφού μεταξύ των τεσσάρων γλωσσών (γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά και ισπανικά) που προσφέρονται μόνο αυτή που πλειοψηφεί θα μπορεί να διδάσκεται όταν υπάρχει εκπαιδευτικός με οργανική θέση. Σε άλλη περίπτωση οι μαθητές που ήδη διδάσκονται άλλη γλώσσα θα έχουν το δικαίωμα απαλλαγής ή μετεγγραφής τους σε άλλο γυμνάσιο που ενδεχόμενα να διδάσκεται η γλώσσα επιλογής τους.
Ακόμα και η τροποποποιημένη Υπουργική Απόφαση της 24-06-2011 έτσι ώστε να διατηρηθούν τα τμήματα παράλληλης διδασκαλίας γαλλικών και γερμανικών για τη φετινή χρονιά, με ελάχιστο αριθμό μαθητών 15 ανά τμήμα, δεν ικανοποιεί πλήρως. Τι θα γίνει με τους μαθητές των ιταλικών; Θα είναι απαλλαγμένοι για δύο χρόνια; Ή θα πρέπει να μετακινηθούν σε άλλο νομό για να παρακολουθήσουν τη γλώσσα τους; Το αίτημα λοιπόν είναι η πλήρης τροποποίηση της Υπουργικής Απόφασης, έτσι ώστε τα παιδιά να έχουν τη δυνατότητα της ελεύθερης επιλογής της δεύτερης ξένης γλώσσας, χωρίς δεσμεύσεις και προϋποθέσεις.
Πριν προχωρήσω θα ήθελα να δούμε τι συμβαίνει στην Ευρώπη σήμερα σε σχέση με τις ξένες γλώσσες και κυριότερα τη χάραξη της Ευρωπαϊκής γλωσσικής πολιτικής αναφορικά με την πολυγλωσία και τη γλωσσική πολυμορφία. Στην Ευρώπη σήμερα μιλούνται 23 επίσημες γλώσσες. Σ’ αυτό που η γλωσσική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσβλέπει είναι η προστασία της γλωσσικής πολυμορφίας και η προώθηση της γλωσσομάθειας, κυρίως για λόγους πολιτιστικής ταυτότητας και κοινωνικής ένταξης, αλλά και επειδή οι πολύγλωσσοι μπορούν καλύτερα να αξιοποιήσουν τις εκπαιδευτικές, τις επαγγελματικές και οικονομικές ευκαιρίες που δημιουργούνται χάρη στην ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Στόχος είναι κάθε Ευρωπαίος να μιλά τουλάχιστον δύο επιπλέον γλώσσες πέραν της μητρικής του.
Στην ανακοίνωση της η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών (Βρυξέλλες, 18.09.2008/COM(2008) 566 τελικό) με τίτλο «Πολυγλωσσία: πλεονέκτημα για την Ευρώπη και κοινή δέσμευση» τονίζει την αναγκαιότητα της εφαρμογής μιας ευρύτερης πολιτικής για την πολυγλωσσία. Στο πλαίσιο αυτό η Επιτροπή συνεργάστηκε με τα κράτη μέλη από το 2002 για την επίτευξη του στόχου της Βαρκελώνης, σύμφωνα με τον οποίο οι πολίτες πρέπει να μπορούν να επικοινωνούν σε δύο γλώσσες πέραν της μητρικής τους. Επίσης η γνώση ξένων γλωσσών συμπεριλήφθηκε στις βασικές ικανότητες για τη δια βίου μάθηση. Κύριος στόχος της ανακοίνωσης αυτής είναι να αυξηθεί η συνειδητοποίηση της αξίας και των ευκαιριών που προσφέρει η γλωσσική πολυμορφία της ΕΕ και να ενθαρρυνθεί η εξάλειψη των εμποδίων που παρακωλύουν το διαπολιτισμικό διόλογο. Βασικό μέσο προς την κατεύθυνση αυτή είναι ο στόχος της Βαρκελώνης-επικοινωνία στη μητρική γλώσσα συν δύο ακόμη γλώσσες.
Οι βασικές πτυχές αυτής της ολοκληρωμένης προσέγγισης που προάγει την πολυγλωσσία σε σχέση με την κοινωνική συνοχή, την ευημερία και τη δια βίου μάθηση περιλαμβάνουν επιγραμματικά:
1. Αξιοποίηση όλων των γλωσσών
2. Υπερνίκηση των γλωσσικών εμποδίων στο τοπικό περιβάλλον
3. Γλώσσες και ανταγωνιστικότητα
4. Γλώσσες και απασχολησιμότητα
5. Περισσότερες ευκαιρίες για εκμάθηση περισσότερων γλωσσών
6. Αποτελεσματική διδασκαλία γλωσσών
Εδώ ακριβώς είναι που θα ήθελα να εστιάσω περισσότερο στην αποτελεσματική διδασκαλία των ξένων γλωσσών, όπου εδώ αναγνωρίζεται ο νευραλγικός ρόλος των εκαπιδευτικών στην ενίσχυση των γλωσσικών και διαπολιτισμικών δεξιοτήτων. Αυτά που από την Ευρωπαική επιτροπή αναγνωρίστηκαν ως παράγοντες ουσιώδους σημασίας, σύμφωνα με την ανακοίνωση, είναι:
-η υποστήριξη μέσω προγραμμάτων της ΕΕ της διδασκαλίας περισσότερων γλωσσών μέσω της δια βίου μάθησης, της κινητικότητας των εκπαιδευτικών και σπουδαστών, της κατάρτισης καθηγητών ξένων γλωσσών, της ανάπτυξης εταιρικών σχέσεων μεταξύ των σχολείων και μέσω της έρευνας και της ανάπτυξης καινοτόμων μεθόδων.
– η σύνταξη καταλόγου βέλτιστων πρακτικών όσον αφορά στην εκμάθηση και τη διαδασκαλία των γλωσσών στον τομέα της πολυγλωσσίας και η οποία θα τεθεί στη διάθεση των κρατών μελών.
Τα κράτη μέλη καλούνται:
-να παρέχουν σε όλους παραγματικές ευκαιρίες μάθησης της εθνικής γλώσσας της χώρας τους καθώς και δύο άλλων γλωσσών.
-να θέτουν στη διάθεση των ενδιαφερομένων ευρύτερο φάσμα γλωσσών, ούτως ώστε να διευκολύνουν την ατομική επιλογή και την κάλυψη των τοπικών αναγκών όσον αφορά τις γλώσσες που μπορεί να μάθει κανείς.
-να ενισχύουν την κατάρτιση όλων των εκπαιδευτικών και όσων εμπλέκονται στη διδασκαλία γλωσσών.
-να προωθήσουν την κινητικότητα των καθηγητών γλωσσών, ούτως ώστε να ενισχυθούν οι γλωσσικές και διαπολιτισμικές δεξιότητες τους.
Ποιο είναι λοιπόν το διακύβευμα εδώ, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Βρυξέλλες, 17 Ιουλίου 2008/EAC C5/PB/DS D (2008));
-Να κατανοήσουν οι πολίτες τα πλεονεκτήματα που προσφέρει η γνώση διαφόρων γλωσσών, τόσο σε επίπεδο επιχειρηματικό, όσο και για το διάλογο με άλλους πολιτισμούς.
-Να έχουν ολοι οι πολίτες την ευκαιρία να μάθουν δύο γλώσσες επιπλέον της μητρικής τους.
Αυτοί οι στόχοι σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της λεγόμενης «πολιτικής για την πολυγλωσία» και αποτελούν κοινή δέσμευση και χάραξη κοινής πολιτικής της ΕΕ με τις κυβερνήσεις των κρατών μελών, με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με τις περιφέρειες και τους κοινωνικούς εταίρους. Κατά την άποψη της Επιτροπής οι πολίτες, εκτός από τη μητρική τους , πρέπει να μπορούν να επιλέξουν μια γλώσσα επικοινωνίας και μια προσωπική γλώσσα της αρεσκείας τους («γλώσσα προσωπικής επιλογής»)ανάλογα με τις ανάγκες, τα ενδιαφέροντα και το οικογενειακό τους υπόβαθρο.
Τι κάνει σήμερα το Υπουργείο Παιδείας και Δια Βίου Μάθησης? Ενώ αρχικά φαινόταν να ενστερνίζεται την κοινή Ευρωπαϊκή πολιτική κατεύθυνση, σήμερα απομακρύνεται από την κατεύθυνση αυτή, στερώνταςα) την ευκαιρία από τούς μαθητές να επιλέγουν μια δεύτερη γλώσσα «προσωπικής επιλογής» μεταξύ πολλών διαφορετικών γλωσσών, αφού η πρώτη ξένη γλώσσα είναι υποχρωτικά τα αγγλικά, β) τη δυνατότητα από τους εκπαιδευτικούς να διδάσκουν το μάθημα της ξένης γλώσσας, δίνοντας τους άλλα αντικείμενα να διδάσκουν, μεταξύ αυτών ιστορία και λογοτεχνία, με αποτέλεσμα να υποβαθμίζεται και ο ρόλος του εκπαιδευτικού όσον αφορά την εξέλιξη του αλλά και η ίδια η γλώσσα, γ) την απασχόληση αρκετών ξενόγλωσσων εκπαιδευτικών από τα δημόσια σχολεία, πχ. οι καθηγητές ιταλικών και ισπανικών, ωρομίσθιοι και αναπληρωτές, οι οποίοι χωρίς οργανική θέση δεν θα έχουν θέση στα σχολεία πλέον, και δ) τη σύνδεση του Κρατικού Πιστποιητικού Γλωσσομάθειας με το Δημόσιο Σχολείο.
Πως προάγεται η πολυγλωσσία και η γλωσσική πολυμορφία; Πως προάγεται το δημόσιο σχολείο υποβαθμιζόμενο κατά τέτοιο τρόπο; Πως συμβάλλει η δημόσια εκπαίδευση στην Ελλάδα στην αλληλεγγύη και στην κοινωνική συνοχή και ευημερία κατά την ΕΕ; Και τέλος πώς βοηθά το κράτος τους πολίτες του, έτσι ώστε να μπορέσουν να αυξήσουν την απασχολησιμότητα τους, να διευκολύνουν την πρόσβαση τους στις υπηρεσίες, να μην αντιμετωπίζουν κανένα γλωσσικό εμπόδιο στη διαβίωση, την εργασία, την επικοινωνία;
Αυτό που θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας σε σχέση με όλα τα παραπάνω είναι ότι προκειμένου να κερδίσουμε έδαφος στην ενωμένη Ευρώπη της πολυγλωσσίας και της γλωσσικής πολυμορφίας, θα πρέπει να διασφαλίσουμε την κατάλληλη εκπαίδευση για τους μαθητές και να εξασφαλίσουμε την ανάπτυξη διαπολιτισμικών και πολυγλωσσικών γνώσεων και δεξιοτήτων. Σε ποιο βαθμό μπορεί η ευρωπαϊκή γλωσσική πολιτική να επηρρεάσει τα αναλυτικά προγράμματα καθοριστικά; Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε τότε για μια ολιστική γλωσσική εκπαιδευτική πολιτική της πολύγλωσσης Ευρώπης;
Πιστεύω ότι η καινούρια γενιά μαθητών θα πρέπει να είναι σε θέση, ζώντας και δρώντας σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον και στην Ευρώπη της παγκοσμιοποίησης, να ενσωματώσει το υπάρχον πολυπολιτισμικό υπόβαθρο στη δική της γνώση και ταυτότητα. Έτσι θα μπορέσουν οι μαθητές να αναπτύξουν την ανεκτικότητα και αλληλεγγύη ως αντίδοτο στην πολιτιστική αδιαλλαξία και στο ρατσισμό. Αρκεί να τους δώσουμε την ευκαιρία.