Παρά τη θεσμοθέτηση της διδασκαλίας ξένων γλωσσών σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και παρά την προτεραιότητα της Ε.Ε. για τη γλωσσομάθεια από το 1995, στη χώρα μας δεν καλύπτεται η ανάγκη εκμάθησης ξένων γλωσσών μέσα από το Δημόσιο σχολείο, τονίζουν σε ερώτησή τους στη Βουλή προς τους υπουργούς Οικονομικών και Παιδείας 16 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ.
Στην ερώτηση αναφέρεται ότι από στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ προκύπτει ότι το ποσό που δαπανιέται στην Α/θμια και Β/θμια εκπαίδευση για την εκμάθηση ξένων γλωσσών είναι 6745 εκ. ευρώ. Οι μαθητές των φροντιστηρίων ξένων γλωσσών είναι περίπου 500.000 χωρίς να υπολογίζονται τα ιδιαίτερα μαθήματα. Στις δαπάνες πρέπει να προστεθεί και το κόστος των βιβλίων και το κόστος συμμέτοχής στις εξετάσεις πιστοποίησης γλωσσομάθειας. Εδώ πρέπει να σημειωθεί η οικονομική αιμορραγία συναλλάγματος προς εκπαιδευτικά ιδρύματα του εξωτερικού.
Ακόμα και η προετοιμασία για το Κρατικό Πιστοποιητικό Γλωσσομάθειας αποτελεί καθαρά υπόθεση των φροντιστηρίων, αφού δεν υπάρχει καμία σύνδεσή του με τη διδασκαλία των ξένων γλωσσών στο δημόσιο σχολείο, όπως θα έπρεπε να συμβαίνει και είναι απαίτηση όλων των εμπλεκόμενων φορέων καθηγητών, Επιστημονικών Συνδέσμων ξένων γλωσσών, μαθητών και γονέων.
Λόγω του έντονου ανταγωνισμού που έχει αναπτυχθεί μεταξύ των φορέων πιστοποίησης έχει καθιερωθεί από κάποιους από αυτούς η επιστροφή περίπου του 1/3 των εξόδων στο φροντιστήριο στο οποίο φοιτά ο μαθητής. Υπάρχουν καταγγελίες ακόμη και για φοροδιαφυγή των φορέων πιστοποίησης.
Οι γονείς, δέσμιοι της αδιαφορίας και της ανικανότητας της Πολιτείας να εξασφαλίσει ικανοποιητική ξενόγλωσση εκπαίδευση, αναγκάζονται να πληρώνουν πανάκριβα αυτό που θα έπρεπε να προσφέρεται στα παιδιά τους δωρεάν σύμφωνα και με τις επιταγές του Συντάγματος. Πληρώνουν διπλά τη Δωρεάν Παιδεία, μια με τους φόρους και μια με τα δίδακτρα σε φροντιστήρια, προσπαθώντας να καλύψουν τις ανεπάρκειες του εκπαιδευτικού συστήματος.
Η Πολιτεία αρκείται σε μεγαλόστομες υποσχέσεις και επικοινωνιακές εξαγγελίες για την πολυγλωσσία, την πολυπολιτισμικότητα, την εισαγωγή πολλών ξένων γλωσσών και τη δυνατότητα επιλογής από τους μαθητές ανάμεσα σε πολλές, χωρίς να παίρνει κανένα από τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας της εκμάθησης των ξένων γλωσσών στο Δημόσιο σχολείο.
Αρνούμενη να αναλάβει τις ευθύνες της απέναντι σε γονείς, μαθητές και εκπαιδευτικούς ρίχνει εύκολα τα βάρη για την υποβάθμιση του σχολείου και της ξενόγλωσσης εκπαίδευσης στους εκπαιδευτικούς.
Φταίνε οι καθηγητές-τριες γαλλικών, αγγλικών και γερμανικών. Και δε φταίει η συνεχιζόμενη υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης, τα 30άρια τμήματα, οι μόνο δύο ώρες την εβδομάδα για τη διδασκαλία της ξένης γλώσσας όπως καθορίζει το ωρολόγιο πρόγραμμα, η ασυνέχεια των αναλυτικών προγραμμάτων, η «έξωση» στην ουσία της β´ ξένης γλώσσας από το Γενικό Λύκειο και την Τεχνική και Επαγγελματική εκπαίδευση, η έλλειψη κατάλληλων κτιριακών και υλικοτεχνικών υποδομών.
Τμήματα β´ ξένης γλώσσας κυρίως, που κάνουν μάθημα σε αμφιθέατρα, γυμναστήρια, γραφεία καθηγητών ή περιφέρονται από αίθουσα σε αίθουσα του σχολείου ανάλογα με το ποιο τμήμα έχει γυμναστική. Καθηγητές που «τσακώνονται» για το μοναδικό κασετόφωνο ή CD player του σχολείου, το οποίο αρκετές φορές είναι χαλασμένο.
Ερωτώνται οι αρμόδιοι υπουργοί:
1. Προτίθεται να προχωρήσει στην σύνδεση του Κρατικού Πιστοποιητικού Γλωσσομάθειας με τη διδασκαλία των ξένων γλωσσών στο δημόσιο σχολείο;
2. Προτίθεται να θεσμοθετήσει κριτήρια για τη διδασκαλία και πιστοποίηση του κάθε ιδρύματος που παρέχει πτυχία γλωσσομάθειας;
3. Θα συστήσουν οργανικές θέσεις στην Α/θμια εκπαίδευση και κάλυψη με μόνιμους εκπαιδευτικούς και θα προχωρήσει στην αναγκαία υλικοτεχνική αναβάθμιση της υποδομής;
4. Υπάρχει φορολογικός έλεγχος των «ιδρυμάτων» που μεσολαβούν για την παροχή των πτυχίων γλωσσομάθειας (Ελληνοαμερικάνικη Ένωση, Ελληνοβρετανικό Συμβούλιο κ.α) που εισπράττουν τα χρηματικά ποσά συμμετοχής στις εξετάσεις πιστοποίησης; Και αν όχι, γιατί;