ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ (ΣΥΡΙΖΑ)
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
8/7/2010
Θέμα: Η οργανικότητα των θέσεων των δημοσίων υπαλλήλων βρίσκεται πλέον υπό αίρεση;
Χθες, στις 7/7/2010, στη συζήτηση επίκαιρης ερώτησης προς την υφυπουργό Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, κ. Εύη Χριστοφιλοπούλου, ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και Z’ αντιπρόεδρος της Βουλής, Τάσος Κουράκης, έθεσε το ζήτημα της σταδιακής κατάργησης της δεύτερης ξένης γλώσσας από την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Τόνισε πως οι εγκύκλιοι του Υπουργείου καταργούν τη διδασκαλία της β’ ξένης γλώσσας στο Λύκειο, τη συνδιδασκαλία στο δημοτικό στην Ε´ τάξη και βάζουν τέτοια κριτήρια στην ΣΤ’ τάξη, τα οποία μπορούν να εφαρμοστούν κυρίως στα σχολεία μεγάλων πόλεων. Επίσης υπογράμμισε πως καταργείται η συνδιδασκαλία στην Α´ γυμνασίου και στη Β´ και Γ´ Γυμνασίου κάποια από τα παιδιά μπορεί να μην διδάσκονται καμία β’ ξένη γλώσσα. Η έλλειψη οργανικών θέσεων στο δημοτικό σε συνδυασμό με την δημιουργία γαλλόφωνων ή γερμανόφωνων σχολείων με βάση τις επιλογές της πλειοψηφίας των μαθητών του κάθε σχολείου και η αντίστοιχη δημιουργία γαλλόφωνων, γερμανόφωνων, ιταλόφωνων, ισπανόφωνων στο γυμνάσιο με βάση την οργανική θέση του αντίστοιχου καθηγητή στο εκάστοτε σχολείο οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το Υπουργείο αδιαφορεί για την δεύτερη ξένη γλώσσα και οι σχεδιασμοί του γίνονται με οικονομικούς όρους και όχι με εκπαιδευτικά κριτήρια.
Ο Τάσος Κουράκης επισήμανε πως ενώ το Υπουργείο θα έπρεπε να βελτιώσει τις συνθήκες διδασκαλίας της β’ ξένης γλώσσας και να δίνει τη δυνατότητα σε κάθε παιδί να αποκτά κρατικό πιστοποιητικό γλωσσομάθειας επιπέδου Β1 στο Λύκειο, με την αποσπασματική και λογιστική πολιτική του περί γλωσσομάθειας, κάνει ότι μπορεί ώστε να οδηγήσει τους μαθητές και τις οικογένειες στους στην παραπαιδεία προκειμένου να αποκτήσουν ένα σημαντικό εφόδιο για τη μόρφωση τους αλλά και για τη μετέπειτα επαγγελματική τους σταδιοδρομία. Πρόσθεσε πως το Υπουργείο προκλητικά αγνοεί τα περισσότερα από χίλια ομόφωνα ψηφίσματα που έχουν εκδοθεί έως σήμερα από την ΕΛΜΕ, δημοτικά συμβούλια και άλλους φορείς, και απαιτούν από την Πολιτεία να κατοχυρωθεί το δικαίωμα στην ελεύθερη επιλογή της ξένης γλώσσας και στις τρεις βαθμίδες της εκπαίδευσης (Δημοτικό, Γυμνάσιο, Λύκειο). Σημείωσε δε πως εξοβελίζει τα ιταλικά και τα ισπανικά, συνεχίζοντας να κάνει πολιτική ερήμην των εκπαιδευτικών φορέων, αναστατώνοντας τη λειτουργία των σχολείων και τη ζωή των μαθητών, αδιαφορώντας για τις τεκμηριωμένες ενστάσεις και αντιρρήσεις όλων των επιστημονικών φορέων και συλλόγων των καθηγητών γερμανικής, γαλλικής, ιταλικής και ισπανικής γλώσσας. Αναρωτήθηκε που θεμελιώνεται η πολιτική γραμμή «πρώτα ο μαθητής», αφού στην πράξη η λιτότητα στην εκπαίδευση του στερεί εν μέσω κρίσης τη δυνατότητα να κατακτήσει ένα επαρκές επίπεδο γλωσσομάθειας που θα οδηγεί στην απόκτηση του Κρατικού Πιστοποιητικού Γλωσσομάθειας.
Τέλος στο κρίσιμο ζήτημα των επαπειλούμενων θέσεων εργασίας, ζήτησε τη δέσμευση της υφυπουργού για τη διατήρηση των οργανικών θέσεων εκπαιδευτικών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και τη διασφάλιση των χιλιάδων εκπαιδευτικών των τεσσάρων ειδικοτήτων, ώστε να μην μείνουν ξαφνικά χωρίς εργασία. Η κ. Υφυπουργός αντέτεινε ότι «δεν δέχεται υποδείξεις στη δουλειά της» ενώ περιέγραψε ως «πολυτέλεια» και «μπάχαλο» την παιδαγωγικά ιδανική διδασκαλία της ξένης γλώσσας σε ολιγάριθμα μαθητικά τμήματα.
Αναφορικά με τις θέσεις εργασίας ανέφερε μεν πως είναι προς το παρόν διασφαλισμένες, αλλά ταυτόχρονα φρόντισε να αναιρέσει τον εαυτό της, λέγοντας: «Συνεχίζουμε την οργανικότητα στο δημόσιο, αν αλλάξει θα αλλάξουμε και εμείς αντίστοιχα, όπως μας πει το Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης». Τέλος, συμπλήρωσε πως οι θέσεις αυτές είναι εξασφαλισμένες είτε ως οργανικές είτε «με όποια μορφή αποφασιστεί». Ουσιαστικά η Υφυπουργός εξήγησε πως αν αρθεί η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων το Υπουργείο Παιδείας θα σπεύσει να συμμορφωθεί με τα νέα δεδομένα και ο καθένας μπορεί να καταλάβει πως οι απολύσεις των εκπαιδευτικών ξένων γλωσσών είναι ουσιαστικά προ των πυλών.
Από το Γραφείο Τύπου